Με συνέντευξη του στην Equipe, ο Βασίλης Σπανούλης αναφέρθηκε στην απόφαση του να ακολουθήσει την καριέρα του προπονητή, στην ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Μονακό και τις προτάσεις που είχε από άλλες ομάδες της Euroleague, αλλά και στον Ολυμπιακό και το «δέσιμο» που έχει με τους Πειραιώτες.
Αναλυτικά:
Για τη Μονακό: “Όταν ανέλαβα είδα ταλέντο αλλά την ίδια στιγμή, είδα μια ομάδα που δεν έπαιζε αρκετά ενωμένη και παίκτες που δεν το απολάμβαναν στο παρκέ. Έχετε υπόψη ότι τρέφω τεράστιο σεβασμό για την υποδειγματική δουλειά του Σάσα Ομπράντοβιτς εδώ και τρία χρόνια, τρεις προημιτελικοί και ένα Final Four. Βλέπω αυτό το νέο κύκλο ως μια ευκαιρία να αλλάξουμε το δρόμο και το μονοπάτι προς την επιτυχία. Υπάρχουν όλα όσα χρειάζοααι εδώ. Νιώθω καλά. Η οργάνωση είναι κορυφαίου επιπέδου και το περιβάλλον είναι παρόμοιο με την καθημερινότητά μου στην Αθήνα, κοντά στη θάλασσα”.
Για τον Ολυμπιακό: “Με τον Ολυμπιακό έχω έναν βαθύ και αιώνιο δεσμό με τον κόσμο, με το κλαμπ και με την ομάδα. Είναι κάτι περισσότερο από τη μισή μου ζωή. Μετά από δεκαπέντε χρόνια χωρίς καλά αποτελέσματα, φτάσαμε τον σύλλογο στην κορυφή της Ευρώπης. Εύχομαι κάθε παίκτης για να το ζήσει. Αλλά αυτό δεν σού προσφέρεται απλόχερα. Ακόμα περισσότερο αφού πήγα από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό. Δούλεψα και κέρδισα αυτό το σεβασμό. Αλλά όταν σ’ αγαπούν είναι ‘η ζωή μου, ο θάνατος σου’. Είναι πολύ ξεχωριστό να βρεις μια τέτοια σχέση, αλλά απόψε, αυτό είναι ένας αγώνας μπάσκετ. Εμείς είμαστε στο άλλο στρατόπεδο και θα αντιμετωπίσουμε ένα από τα καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη”.
Για το στιλ παιχνιδιού που θέλει να εφαρμόσει: “Θέλω ένα σύγχρονο μπάσκετ, να τρέχουμε πολύ, να τρέχουμε στον αιφνδιασμό, να έχουμε ελευθερία και να μην εκτελούμε συστήματα όπως τα ρομπότ. Επίσης να είμαστε σε θέση να ελέγξουμε, να καταλάβουμε πότε πρέπει να τρέξουμε περισσότερο ή να πιέσουμε στο μισό γήπεδο. Ονειρεύομαι ότι μακροπρόθεσμα, οι παίκτες θα το επιτύχουν αυτό χωρίς να χρειαστεί να παρέμβω. Θα είναι κάτι πανέμορφο. Δεν είμαι ο τύπος που θα πω ότι δεν πρέπει να δεχθούμε περισσότερους από 60 ή 70 πόντους σε μια εποχή που παίζουμε με περισσότερες κατοχές και όπου υπάρχει περισσότερο ταλέντο”.
Για το αν θέλει να είναι πάντα ο καλύτερος από την αρχή της καριέρας του: “Είναι αλήθεια. Όταν κάνω κάτι, θέλω πάντα να γίνομαι ο καλύτερος. Η δουλειά του προπονητή δεν αποτελεί εξαίρεση”.
Για το πώς αποφάσισε να ανοίξει το κεφάλαιο της προπονητικής: “Κατά τη διάρκεια της καριέρας μου δεν φανταζόμουν τον εαυτό μου απαραίτητα ως προπονητή, αλλά είχα εμμονή με το μπάσκετ, πώς να βελτιώσω το παιχνίδι μου και το παιχνίδι των συμπαικτών μου. Είχα μεγάλες συζητήσεις μαζί τους και με τους μεγάλους προπονητές που είχα την ευκαιρία να δουλέψω μαζί”.
Αφού σταμάτησα, σκέφτηκα να κάνω ένα διάλειμμα για ένα – δύο χρόνια, αλλά όταν ο ατζέντης μου Μίσκο Ραζνάτοβιτς με έπεισε να πάρω την ομάδα νέων της EuroLeague, γρήγορα κατάλαβα ότι το είχα στο αίμα μου”.
Για το αν είχε άλλες προσφορές από την EuroLeague πιο νωρίς: “Είχα προσφορές από την EuroLeague, αλλά ήταν θέμα τιμής να ξεκινήσω από τα χαμηλά, όπως όταν ήμουν παίκτης – στη Λάρισα, μετά στο Μαρούσι πριν από τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό. Για να αποδείξω στον εαυτό μου και στους άλλους ότι άξιζα να είμαι εκεί και θα μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου, να έχω τη δική μου ταυτότητα”.
Για τους τελικούς του 2016 ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό: “Πιθανώς να είχα πετύχει κάποια τρελά πράγματα στα τελευταία τρία παιχνίδια αυτών των τελικών. Ήταν ντέρμπι. Φέραμε ακόμα έναν τίτλο στον Ολυμπιακό. Ήταν γλυκόπικρο που το έκανα αυτό εναντίον του Δημήτρη Διαμαντίδη, του φίλου και συμπαίκτη μου στην εθνική ομάδα, του οποίου ήταν το τελευταίο ματς. Αλλά για εμάς αυτό το σουτ έγραψε ιστορία”.
Για το ίνδαλμά του: “Ένα από τα ινδαλματά μου ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν. Τα κατορθώματά του με ενέπνευσαν. Ειδικά αυτή η αδυσώπητη θέληση για νίκη. Έχω προσπάθησε μερικές φορές να αντιγράψω τις κινήσεις του, αλλά πάντα κατέληγε airball. Έτσι, αντί γι ‘αυτό, αγαπούσα το work ethic του, το μίσος του για την ήττα, η εμμονή του για τη μελέτη του παιχνιδιού και τη δύναμή του χαρακτήρα του”.
Για το ότι έχασε τον πατέρα του στα 15 του από καρκίνο: “Μας άφησε ενάμιση μήνα μετά τη διάγνωση. Ένα απίστευτο σοκ. Ήμασταν όλοι πολύ κοντά. Με τη μητέρα μου, με τον αδερφό μου ακόμα σφίγγουμε τους δεσμούς μας για ξεπεράσουμε αυτή τη δοκιμασία και να για να θυμόμαστε πάντα, μέχρι σήμερα. Η επιθυμία μου για ενασχόληση με το μπάσκετ είχε γίνει επί 1000. Ήμουν έτοιμος για οτιδήποτε, ήμουν έτοιμος να σπάσω τους τοίχους και τα εμπόδια. Θα ονειρευόμουν να μπορούσε να είναι εκεί πάντα και να με βλέπει, αλλά αυτό είναι αδύνατο, αυτή είναι ζωή. Μπορώ τουλάχιστον, λόγω της αφοσίωσής μου σε αυτό που κάνω, να συνεχίζω να αποδίδω και να είμαι υπερήφανος”.