Ο Περιφερειάρχης Αττικής Γιώργος Πατούλης ζήτησε να ενημερωθεί για την έγκριση καταλληλότητας της Ριζούπολης, ενόψει του τελικού του Κυπέλλου Ελλάδας, ανάμεσα σε Ολυμπιακό και ΑΕΚ, κάτι το οποίο, σύμφωνα με ανακοίνωση της Περιφέρειας, είναι απόλυτα δικαιολογημένο.
Μάλιστα, το ορθόν του αιτήματος Πατούλη φάνηκε και από το αίτημα της Αστυνομίας προς την ΕΠΟ για αλλαγής της έδρας του τελικού, καθώς και η ΕΛ.ΑΣ έκρινε ακατάλληλο το συγκεκριμένο γήπεδο.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Είναι απολύτως δικαιολογημένη η απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής να ζητήσει επίσημη ενημέρωση από τα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη της Διεύθυνσης Αθλητισμού & Πολιτισμού της Περιφέρειας, σχετικά με την έγκριση καταλληλότητας του γηπέδου της Ριζούπολης που χορήγησαν, όπου επρόκειτο να διεξαχθεί ο τελικός αγώνας Κυπέλλου ποδοσφαίρου ανάμεσα στις ομάδες Ολυμπιακού και ΑΕΚ.
Πρέπει το Προεδρείο του Συλλόγου Υπαλλήλων της Περιφέρειας να αντιληφθεί επιτέλους ότι αποτελεί υποχρέωση και ευθύνη του Περιφερειάρχη, να διαφυλάξει το κύρος του θεσμού, αλλά και την αξιοπιστία των υπηρεσιακών παραγόντων, τους οποίους περιβάλλει με απόλυτη εμπιστοσύνη, όπως έχει αποδείξει άλλωστε στον ένα χρόνο θητείας του.
Ο Περιφερειάρχης ουδέποτε παρενέβη στις αρμοδιότητες των διευθυντών. Έκρινε όμως αναγκαίο, γνωρίζοντας το θόρυβο που έχει δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα πάνω στο ζήτημα της ασφαλούς διεξαγωγής του ποδοσφαιρικού αγώνα στο γήπεδο της Ριζούπολης και μόλις πληροφορήθηκε από τον Τύπο, ότι δόθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση Αθλητισμού και Πολιτισμού η έγκριση καταλληλότητας, να ζητήσει ενημέρωση για το σκεπτικό της απόφασης αυτής.
Αυτή η πρωτοβουλία σε καμία περίπτωση δεν συνιστά έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς Περιφερειάρχη προς τα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη. Αντίθετα, συνιστά διάθεση ειλικρινούς συνεργασίας και προστασίας τους από κακόβουλα σχόλια, που πιθανόν να πλήξουν το κύρος της Περιφέρειας και των ίδιων προσωπικά.
Ιδιαίτερα μετά τη σημερινή εξέλιξη, όπου η ίδια η Αστυνομία φέρεται να κρίνει για δικούς της λόγους ως ακατάλληλο για τη διεξαγωγή του αγώνα, το συγκεκριμένο γήπεδο.
Συνιστούμε λοιπόν αυτοσυγκράτηση στα μέλη του Προεδρείου του ΣΥΠΑ. Τα στελέχη και οι εργαζόμενοι της Περιφέρειας Αττικής απολαμβάνουν της πλήρους εμπιστοσύνης της Διοίκησης και δεν έχουν ανάγκη από “συνδικαλιστική προστασία” παλαιάς κοπής».
«Είναι απολύτως δικαιολογημένη η απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής να ζητήσει επίσημη ενημέρωση από τα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη της Διεύθυνσης Αθλητισμού & Πολιτισμού της Περιφέρειας, σχετικά με την έγκριση καταλληλότητας του γηπέδου της Ριζούπολης που χορήγησαν, όπου επρόκειτο να διεξαχθεί ο τελικός αγώνας Κυπέλλου ποδοσφαίρου ανάμεσα στις ομάδες Ολυμπιακού και ΑΕΚ.
Πρέπει το Προεδρείο του Συλλόγου Υπαλλήλων της Περιφέρειας να αντιληφθεί επιτέλους ότι αποτελεί υποχρέωση και ευθύνη του Περιφερειάρχη, να διαφυλάξει το κύρος του θεσμού, αλλά και την αξιοπιστία των υπηρεσιακών παραγόντων, τους οποίους περιβάλλει με απόλυτη εμπιστοσύνη, όπως έχει αποδείξει άλλωστε στον ένα χρόνο θητείας του.
Ο Περιφερειάρχης ουδέποτε παρενέβη στις αρμοδιότητες των διευθυντών. Έκρινε όμως αναγκαίο, γνωρίζοντας το θόρυβο που έχει δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα πάνω στο ζήτημα της ασφαλούς διεξαγωγής του ποδοσφαιρικού αγώνα στο γήπεδο της Ριζούπολης και μόλις πληροφορήθηκε από τον Τύπο, ότι δόθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση Αθλητισμού και Πολιτισμού η έγκριση καταλληλότητας, να ζητήσει ενημέρωση για το σκεπτικό της απόφασης αυτής.
Αυτή η πρωτοβουλία σε καμία περίπτωση δεν συνιστά έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς Περιφερειάρχη προς τα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη. Αντίθετα, συνιστά διάθεση ειλικρινούς συνεργασίας και προστασίας τους από κακόβουλα σχόλια, που πιθανόν να πλήξουν το κύρος της Περιφέρειας και των ίδιων προσωπικά.
Ιδιαίτερα μετά τη σημερινή εξέλιξη, όπου η ίδια η Αστυνομία φέρεται να κρίνει για δικούς της λόγους ως ακατάλληλο για τη διεξαγωγή του αγώνα, το συγκεκριμένο γήπεδο.
Συνιστούμε λοιπόν αυτοσυγκράτηση στα μέλη του Προεδρείου του ΣΥΠΑ. Τα στελέχη και οι εργαζόμενοι της Περιφέρειας Αττικής απολαμβάνουν της πλήρους εμπιστοσύνης της Διοίκησης και δεν έχουν ανάγκη από “συνδικαλιστική προστασία” παλαιάς κοπής».