Για το πώς ασχολήθηκε με τον χώρο του μπάσκετ, τα πρώτα του μπασκετικά βήματα, το «όχι» στον Παναθηναϊκό και την μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, την πορεία του με τα «ερυθρόλευκα» και τα σχέδια του για το μέλλον, μίλησε στο 6ο τεύχος του περιοδικού «We are Olympiacos» ο Νίκολα Μιλουτίνοφ.
Αναλυτικά:
Ένα ατύχημα στην άκρη μιας πισίνας, μια αποτυχημένη κοπάνα από φιλικό αγώνα, μια οικογένεια που δεν του χάλασε ποτέ χατίρι, μπασκετάνθρωποι που πίστεψαν από την πρώτη στιγμή σε εκείνον, πολλή σκληρή δουλειά και ώρες μοναξιάς, έκαναν τον Νίκολα Μιλουτίνοφ αυτό που είναι σήμερα: Έναν από τους κορυφαίους ψηλούς της Ευρωλίγκας!
Ο σέντερ του Ολυμπιακού αφηγήθηκε μέσω του «We Are Olympiacos» την ιστορία του και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του σε όλους όσοι τον στήριξαν.
«Μπασκετμπολίστας από… γλίστρημα!»
Ο Νίκολα Μιλουτίνοφ ήταν το πιο όμορφο… πρωτοχρονιάτικο «δώρο» για τους γονείς του! Ο Μίλοβαν και η Βερίτσα Μιλουτίνοφ καλωσόρισαν στον κόσμο τον πρωτότοκο γιο τους λίγο πριν την εκπνοή του 1994 και πιο συγκεκριμένα στις 30 Δεκεμβρίου. Περίπου δύο χρόνια αργότερα η οικογενειακή τους ευτυχία συμπληρώθηκε με τον ερχομό του δεύτερου γιου τους, Μπράνισλαβ.
«Γεννήθηκα στο Νόβισαντ, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σερβίας. Μεγάλωσα εκεί και τα παιδικά μου χρόνια ήταν εκπληκτικά! Οι γονείς μου παρείχαν τα πάντα σε εμένα και τον αδελφό μου. Είχαμε πολλή αγάπη στην οικογένεια. Ήταν, όμως, ευτυχισμένα χρόνια για έναν ακόμη λόγο. Είχα πολλούς φίλους με τους οποίους ήμασταν συνεχώς έξω, πριν και μετά το σχολείο. Συνήθως παίζαμε ποδόσφαιρο, γιατί οι περισσότεροι ήταν πιο κοντοί από εμένα!».
Οι γονείς του τον «έσπρωξαν» αρχικά σε άλλο σπορ.
«Ήθελαν να ασχολούμαι με τον αθλητισμό, χωρίς, πάντως, να με πιέζουν. Ήθελαν απλά να κάνω κάποιο σπορ για να αναπτυχθεί σωστά το σώμα μου, δεδομένου ότι δεν ψήλωσα απότομα, αλλά κάθε χρόνο έπαιρνα σταθερά ύψος. Οι ίδιοι δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ ενεργά με κάποιο σπορ. Από την οικογένειά μου μόνο ο θείος μου ήταν επαγγελματίας τερματοφύλακας. Θεώρησαν πως η κολύμβηση θα βοηθούσε περισσότερο στην σωστή ανάπτυξη του σώματός μου και κάπως έτσι ξεκίνησα. Όμως, μια μέρα γλίστρησα στη πισίνα, έσπασα το πιγούνι μου και σταμάτησα. Ήμουν περίπου 6-7 χρόνων όταν συνέβη αυτό. Όταν ανάρρωσα -δεν το θυμάμαι αυτό, όμως, μου το έχει πει ο πατέρας μου- του ζήτησα μόνος μου να με γράψει σε ομάδα μπάσκετ. Και το έκανε. Έγινα μέλος μιας μικρής σχολικής Ακαδημίας της πόλης μου, της Kadet, για περίπου επτά χρόνια. Εκεί έκανα πολλούς και καλούς φίλους, ενώ με τον τότε προπονητή μου, τον Stevan Vitorovic, ο οποίος ουσιαστικά με μεγάλωσε, παραμένουμε πολύ καλοί φίλοι. Έρχεται πολύ συχνά στην Αθήνα, γιατί αγαπά πάρα πολύ το μπάσκετ, παρότι πλέον δεν ασχολείται με αυτό. Τον εκτιμώ, όμως, πραγματικά και με βοήθησε ουσιαστικά να εξελιχθώ. Ήταν κάτι σα μεγάλος αδελφός για εμένα και με βοήθησε με κάθε τρόπο».
Ο ίδιος δεν θυμάται τι ακριβώς τον οδήγησε στο μπάσκετ, θυμάται, όμως, τη στιγμή που ουσιαστικά καθόρισε την επαγγελματική του πορεία.
«Πάντα μου άρεσε το μπάσκετ, αλλά επειδή όλοι οι φίλοι μου έπαιζαν ποδόσφαιρο και ήθελα να είμαι μαζί τους, έπαιζα ως τερματοφύλακας. Μια μέρα ο τότε προπονητής μου με είδε στο προαύλιο να παίζω με τους φίλους μου ποδόσφαιρο, την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να ετοιμάζομαι για ένα φιλικό με την ομάδα μπάσκετ. Εγώ δεν ήθελα να πάω στο φιλικό και ας ήταν μεγάλο ματς, δεδομένου ότι εμείς ήμασταν μια μικρή Ακαδημία και παίζαμε κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα. Όπως, είπα και πριν δεν ήθελα να πάω στον αγώνα, γιατί προτιμούσα να παίξω ποδόσφαιρο με τους φίλους μου. Εκείνος, όμως, με είδε και με ‘ανάγκασε’ να πάω. Η αλήθεια είναι πως τότε τον φοβόμουν κατά κάποιο τρόπο και έκανα αυτό που μου είπε. Πρέπει να παραδεχτώ πως μετά από αυτό το παιχνίδι, όλα άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο τους και να εξελίσσονται θετικά για εμένα…».
«Έρωτας με την… δεύτερη ματιά»
Τ ι έγινε, όμως, σε εκείνο το ματς;
«Τότε ήταν που με είδαν κάποιοι άνθρωποι του χώρου. Όμως, εκτός από αυτό, άρχισε να μου αρέσει ακόμη περισσότερο το μπάσκετ. Αν θυμάμαι καλά είχαμε χάσει στην τελευταία φάση, όμως, μου άρεσε που έπαιζα κόντρα σε καλύτερους παίκτες. Ήταν σα να ερωτεύτηκα ξανά το μπάσκετ και από κει και έπειτα το ποδόσφαιρο έπαψε να με ενδιαφέρει. Άρχισα να προπονούμαι περισσότερο, ήμουν πιο συγκεντρωμένος και όλα πήραν τον δρόμο τους. Όταν ήμουν 15 ετών πήραμε μέρος σε ένα τουρνουά και φτάσαμε ως την τελική φάση, κάτι που ήταν πολύ σημαντικό για αυτή την Ακαδημία. Φτάσαμε ως τις οκτώ καλύτερες ομάδες της χώρας. Μετά από αυτό το τουρνουά ενδιαφέρθηκαν για εμένα η Χέμοφαρμ, η Παρτιζάν και ο Ερυθρός Αστέρας. Περισσότερο οι δύο πρώτες ομάδες. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ήμουν».
Κάπου εκεί άρχισε να πιστεύει πως η πορτοκαλί θεά ήταν το μέλλον του. Υπήρχε, όμως, κάποιος άλλος που ήταν σίγουρος για αυτή την εξέλιξη πολύ νωρίτερα.
«Ο Stevan Vitorovic πίστεψε από την πρώτη στιγμή σε εμένα και με εμπιστεύτηκε, παρότι ήμουν πολύ μικρός ακόμη. Ήταν εκείνος που με ‘πίεσε’ να συνεχίσω το μπάσκετ και να το δω πιο σοβαρά». Όσον αφορά στους γονείς του… «Ήθελαν απλά να ασχολούμαι με κάποιο σπορ. Δεν είχαν πιστέψει πως θα μπορούσα να γίνω αθλητής υψηλού επιπέδου. Και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι πολύ ταπεινοί άνθρωποι. Δεν με πίεσαν ποτέ και για τίποτα. Για την ακρίβεια μου είπαν: ‘Αν γίνεις επαγγελματίας θα είναι καταπληκτικό, ανεξάρτητα το επίπεδο που θα παίξεις’. Όμως, δεν πίστευαν για παράδειγμα τότε πως θα μπορούσα τώρα να παίζω σε μια τόσο μεγάλη ομάδα, όπως είναι ο Ολυμπιακός. Και έτσι πήγαμε βήμα βήμα. Δεν με πίεσαν, ούτε μου είπαν οτιδήποτε για να με αποτρέψουν να ασχοληθώ με το μπάσκετ. Βέβαια, πρέπει να αναφέρω πως για εκείνους ήταν πρώτα το σχολείο, ειδικά για τον πατέρα μου. Αγαπά πολύ τα μαθηματικά, είναι προγραμματιστής κομπιούτερ (IT) και για εκείνον υπήρχαν μόνο τα μαθηματικά! Και εμένα μου αρέσουν, ήταν το αγαπημένο μου μάθημα. Δεν ήμουν καλός σε όλα, αλλά στα μαθηματικά ήμουν αρκετά καλός λόγω του πατέρα μου»
«Μόνος, αλλά όχι στο σπίτι»
Ανάμεσα σε Χέμοφαρμ και Παρτιζάν ο 16χρονος τότε «Μίλου» επέλεξε την ομάδα του Βρσάτς, για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
«Ένας λόγος ήταν ο προπονητής μου, ο Zarko Vucirovic. Επίσης, ήξερα τον Λούκα Μίτροβιτς, ο οποίος έπαιζε στον Ερυθρό Αστέρα και τώρα είναι στην Ισπανία. Ήμασταν μαζί στην Ακαδημία. Μεγαλώσαμε μαζί. Είχε πάει στην Χέμοφαρμ έναν χρόνο πριν από εμένα. Τον ρώτησα για την ομάδα και μου είπε τα καλύτερα. Μου είπε πόσο καλός είναι ο προπονητής και ότι είναι ο καλύτερος για τους ψηλούς παίκτες. Επίσης, ο κόουτς μίλησε στην οικογένειά μου και ιδιαίτερα στη μητέρα μου, η οποία ανησυχούσε που θα έφευγα για πρώτη φορά από το σπίτι, ‘Μην ανησυχείς. Θα είμαι σαν πατέρας του. Θα έχει τα πάντα’, της είπε. Αυτό για εκείνη ήταν πολύ σημαντικό, πείστηκε και του απάντησε: ΄Σε εμπιστεύομαι. Σου δίνω το παιδί μου’».
Με αφορμή το παραπάνω περιστατικό παραδέχθηκε πως…
«Η μητέρα μου ήταν πάντα πολύ προστατευτική μαζί μου. Όποτε με έβλεπε να έχω κάποια αδιαθεσία ή κάποιο μικρό πόνο, πάντα με έβαζε στο σπίτι και δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι. Μου φερόταν τόσο προστατευτικά που μερικές φορές ένιωθα άβολα σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά». Εξίσου προστατευτικός, όμως, ήταν και ο νέος προπονητής του. «Είχε παίξει μπάσκετ, ήταν επίσης ψηλός και ήξερε πως θα είχα πολλούς τραυματισμούς αν πίεζα πολύ τον εαυτό μου. Και αυτό γιατί ψήλωνα συνεχώς και πονούσαν τα γόνατά μου. Όλο μου το σώμα πονούσε τότε. Οπότε ήξερε πως ήταν το κορμί μου και ήθελε να με προστατεύσει, ώστε να μην ρισκάρουμε με τραυματισμούς. Το εκτίμησα πολύ αυτό και μπορώ να πω πως αν ο πρώτος μου προπονητής ήταν σαν μεγάλος μου αδελφός, εκείνος είναι σα μπασκετικός πατέρας μου. Με βοήθησε πάρα πολύ και κρατώ και με εκείνον επαφή».
Ο Σέρβος σέντερ άφησε την οικογενειακή θαλπωρή, βρήκε, ωστόσο, στην Χέμοφαρμ μια δεύτερη οικογένεια.
«Ήταν πολύ καλά! Όλοι οι αθλητές που δεν ήμασταν από τη συγκεκριμένη πόλη, η οποία απέχει περίπου 2ώρες από το Νόβισαντ, μέναμε μαζί. Ο κάθε ένας είχε το δικό του μικρό διαμέρισμα, όμως, όλα ήταν στο ίδιο κτίριο. Ήταν πραγματικά πολύ ωραία γιατί ήμασταν όλη την ώρα μαζί με τους συμπαίκτες μου και ήταν εύκολο να προσαρμοστώ. Η πόλη ήταν μικρή, μπορούσες να περπατήσεις και για εμένα ήταν πραγματικά εύκολο να προσαρμοστώ σε αυτό τον τρόπο ζωής. Επιπλέον ήξερα πολλούς συμπαίκτες μου, ενώ ο νέος προπονητής μου, όπως είπα και πριν μου φέρθηκε πάρα πολύ καλά. Τότε άρχισα να πιστεύω πως μπορώ να γίνω επαγγελματίας. Δεν γνώριζα σε ποιο επίπεδο θα μπορούσα να φτάσω, αλλά ένιωθα πως μπορούσα να το κάνω. Έπαιζα καλά, οι άνθρωποι άρχισαν να με παρακολουθούν και να λένε πως μπορώ να τα καταφέρω στο υψηλό επίπεδο. Πριν από την Χέμοφαρμ δεν ήξερα πόσο μακριά μπορώ να πάω. Όμως, μετά συνειδητοποίησα ότι το μπάσκετ θα γίνει το επάγγελμα μου».
Ήταν τόσο σίγουρος, που δεν σκέφτηκε ποτέ εναλλακτικό πλάνο επαγγελματικής αποκατάστασης.
«Το σκεφτόμουν αυτό όταν ήμουν παιδί. Όταν δεν σκεφτόμουν το μπάσκετ. Όταν ήμουν 6-7 ετών έλεγα πως θα δουλεύω στην κατασκευή κτιρίων. Έλεγα πως ο αδελφός μου θα είναι ο αρχιτέκτονας και θα δουλεύουμε μαζί. Το έλεγα αυτό επειδή ο παππούς μου δούλευε στην κατασκευή κτιρίων. Όμως, μετά όταν άρχισα να παίζω μπάσκετ δεν σκέφτηκα ποτέ κάτι άλλο. Όσο μεγάλωνα θαύμαζα τον Βλάντε Ντίβατς. Όταν ήμουν μικρότερος ξυπνούσα για να δω τα παιχνίδια των Σακραμέντο Κινγκς. Ήταν ψηλός και ήθελα να του μοιάσω. Βέβαια, είναι δύσκολο να του μοιάσεις, γιατί είναι μοναδικός!».
«Το Βελιγράδι, οι επιτυχίες και τα βιβλία»
Το «μικρό» Βρσατς ήταν δεδομένο ότι δεν θα τον «κρατούσε» για πολύ. Επόμενος σταθμός του ήταν το Βελιγράδι και η Παρτιζάν, που δεν σταμάτησε να τον διεκδικεί. «Πάντα μου ήταν δύσκολο να αλλάζω μέρη. Είχα συνηθίσει στον τρόπο ζωής του Βρσατς, είχα κάνει φίλους και η μετακόμιση από ένα τόσο μικρό μέρος σε μια μεγάλη πόλη όπως το Βελιγράδι, ήταν μια δύσκολη διαδικασία για εμένα τότε. Όταν ήμουν στην Χέμοφαρμ ήξερα που να πάω για φαγητό, ήμασταν πάντα όλοι μαζί με τους συμπαίκτες μου… Όμως, όταν πήγα στην Παρτιζάν είχα το δικό μου διαμέρισμα και αυτό ήταν… Έπρεπε να βρω λύσεις για όλα τα άλλα. Μου πήρε λίγο χρόνο, αλλά τελικά όταν βρήκα φίλους, άρχισα να κάνω παρέα με τους συμπαίκτες μου, συνήθισα και μετά ήταν εύκολο. Παρόλα αυτά ήξερα πως ήταν η ώρα για εμένα να κάνω το επόμενο βήμα. Η Παρτιζάν ήταν τότε η μεγαλύτερη ομάδα της Σερβίας, έπαιζε στην Ευρωλίγκα και ο κόουτς, Ντούσκο Βουγιόσεβιτς, εμπιστευόταν τους νέους παίκτες, τους έβαζε στη ‘φωτιά’».
Η πόλη, ωστόσο, δεν ήταν η μόνη που τον δυσκόλεψε.
«Στην Χέμοφαρμ δεν έπαιζα με την πρώτη ομάδα και ξαφνικά βρέθηκα στην πρώτη ομάδα της Παρτιζάν, όπου όλοι ήταν πιο δυνατοί και πιο μεγαλόσωμοι από εμένα. Τότε είχαμε πολύ νεανική ομάδα. Είχαμε τον Μπογκτάνοβιτς που τώρα παίζει στο ΝΒΑ, τον Βέστερμαν που παίζει στην Φενέρμπαχτσε, Μπέρτανς που παίζει στο ΝΒΑ, αλλά ήμασταν όλοι στο ξεκίνημά μας. Ειλικρινά στην αρχή παλεύαμε να βρούμε ρυθμό, όμως, στο δεύτερο μισό της σεζόν όταν πλέον είχαμε αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση και είχαμε ωριμάσει λίγο περισσότερο, βρήκαμε χημεία, ανεβάσαμε την απόδοσή μας και κατακτήσαμε την Αδριατική λίγκα και το Σερβικό πρωτάθλημα».
Και όλα αυτά στην πρώτη του σεζόν!
«Ήταν απίστευτο το συναίσθημα το πρώτου τίτλου. Σίγουρα κάθε φορά που κατακτάς έναν τίτλο, όποιος κι αν είναι αυτός, νιώθεις υπέροχα. Όμως, ο πρώτος, που για εμένα ήταν η Αδριατική λίγκα, είναι κάτι ξεχωριστό. Βλέπεις τη χαρά των φιλάθλων, βλέπεις τη χαρά όλων των ανθρώπων της ομάδας και είναι κάτι που δεν ξεχνάς ποτέ. Από την οικογένειά μου ήταν κοντά μου τότε μόνο ο αδελφός μου, γιατί δεν είχαμε παίξει στο Βελιγράδι. Ήταν μια μικρή πόλη στην Βοσνία. Όμως, όταν βλέπεις όλη αυτή τη χαρά, εκτιμάς πολλά πράγματα. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν ξεκινήσαμε καλά, αλλά καταφέραμε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια και είδαμε τη σκληρή μας δουλειά να αποδίδει το έκανε ακόμη πιο ιδιαίτερο. Ήμουν πραγματικά χαρούμενος και δεν μπορώ να περιγράψω αυτά που ένιωσα».
Η παρουσία του Ντούσκο Βουγιόσεβιτς στον πάγκο της ομάδας ήταν κάτι σαν ταχύρρυθμα μαθήματα για εκείνον και όχι μόνο μπασκετικά. Ο Σέρβος κόουτς είχε ιδιαίτερες μεθόδους και μια από αυτές ήταν να «αναγκάζει» τους παίκτες του να διαβάζουν βιβλία.
«Ήθελε μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία να μας δείξει τον σωστό δρόμο. Μου έδινε και εμένα βιβλία και για να πω την αλήθεια τότε μου φαινόταν περίεργο όλο αυτό. Κανείς δεν με είχε πιέσει για κάτι ανάλογο. Όμως, πλέον έχω κατανοήσει τι προσπαθούσε να κάνει και το εκτιμώ. Ο Βουγιόσεβιτς σίγουρα με βοήθησε πολύ να βελτιωθώ. Είχε την μεγαλύτερη επίδραση στο παιχνίδι μου. Ήταν εκείνος που με πίστεψε όταν ήμουν 17 ετών και το κορμί μου ήταν πολύ αδύναμο. Ειλικρινά τότε δεν ήμουν σε θέση να συναγωνιστώ τους άλλους ψηλούς. Ήταν δύσκολη εκείνη η χρονική περίοδος για εμένα, αλλά με πίεσε να δουλέψω σκληρά. Πολλές ώρες προπόνησης το πρωί, πολλές ώρες προπόνησης το απόγευμα. Δούλευα πραγματικά σκληρά και λίγο καιρό μετά το κορμί μου αναπτύχθηκε, το παιχνίδι μου εξελίχθηκε και ήταν πιο εύκολο για εμένα να παίζω».
«Χρονιά ορόσημο το 2015»
Τη σεζόν 2014-15 τα προβλήματα που ταλάνιζαν την Παρτιζάν ήταν πολλά και η χρονιά ολοκληρώθηκε χωρίς τίτλο. Παρόλα αυτά το άστρο του Μίλου «έλαμψε» μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού, καθώς επιλέχθηκε στο Νο26 του ντραφτ του ΝΒΑ.
«Δυστυχώς δεν κατάφερα να ζήσω όλη την διαδικασία από κοντά. Το 2015 κατέρρευσε το σύστημα στην πρεσβεία και δεν κατάφερα να πάρω visa. Αυτό ίσως να συμβαίνει μια φορά στα 100 χρόνια και έτυχε σε εμένα! Στενοχωρήθηκα που δεν μπόρεσα να ταξιδέψω, γιατί περίμενα πως θα γίνω ντράφτ στον πρώτο γύρο. Πριν το ντραφτ είχα πολλά μίτινγκ. Σκάουτερς ερχόντουσαν στην Σερβία, μιλούσα με πολλές ομάδες, μέσω skype. Από όλη αυτή τη διαδικασία κατάλαβα πως το Σαν Αντόνιο ήταν η ομάδα που ενδιαφερόταν περισσότερο για εμένα, γιατί σε μια συζήτηση που είχαμε μέσω skype εμφανίστηκαν 9-10 άνθρωποι της ομάδας στο τραπέζι του γραφείου, όταν στις άλλες ήταν 1-2 άνθρωποι. Όταν είδα πόσοι πολλοί ήταν ένιωσα άγχος!».
Λόγω συστήματος, λοιπόν, παρακολούθησε την διαδικασία εξ’ αποστάσεως.
«Το είδα με την οικογένειά μου και τους στενούς φίλους μου στο σπίτι. Ήταν πολύ έντονο, ειδικά για τους γονείς μου. Με κατέκλυσε και εμένα το συναίσθημα όταν τους είδα να κλαίνε. Αρχικά ήμουν απλά πολύ χαρούμενος, όμως, όταν τους είδα έτσι, συνειδητοποίησα πως πραγματικά σήμαινε πολλά για εκείνους. Τότε ένιωσα ακόμη πιο χαρούμενος, αλλά και συγκινημένος».
Εκείνο το καλοκαίρι, ωστόσο, είχε πάρει μια ακόμη σημαντική απόφαση. Θα «έκλεινε» (από κοινού με την ομάδα) το κεφάλαιο Παρτιζάν, παρότι το συμβόλαιό του ήταν σε ισχύ.
«Όπως ένιωσα στην Χέμορφαμ πως ήταν η σωστή στιγμή να κάνω το επόμενο βήμα στην καριέρα μου, έτσι και στην Παρτιζάν ένιωσα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προχωρήσω μπροστά. Ο λόγος που έφυγα δεν είχε να κάνει με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ομάδα. Το έκανα γιατί ήθελα να κάνω το κάτι παραπάνω και ο Ολυμπιακός ήταν το βήμα παραπάνω. Το είδα ως μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Ήξερα πως λειτουργούσε ο Ολυμπιακός, άκουσα μόνο θετικά πράγματα για το κλαμπ, ήξερα την ιστορία του και για αυτό ήρθα εδώ!».
«Στον Ολυμπιακό (και) λόγω Σπανούλη – Πρίντεζη!»
Οι «ερυθρόλευκοι» δεν ήταν οι μόνοι που επιθυμούσαν εκείνο το καλοκαίρι να εντάξουν τον υποσχόμενο (τότε) σέντερ στο δυναμικό τους.
«Είχα προσφορά από τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και κάποιες άλλες ευρωπαϊκές ομάδες. Τότε στον πάγκο του Παναθηναϊκού ήταν ο Σάσα Τζόρτζεβιτς και ήθελε να με υπογράψει. Όμως, έκρινα πως το καλύτερο για εμένα ήταν να υπογράψω στον Ολυμπιακό. Μίλησα με τον εκπρόσωπό μου, μου είπε τα καλύτερα για την ομάδα και για το οικογενειακό κλίμα που υπάρχει. Επίσης, ήθελα πάρα πολύ να παίξω με τον Σπανούλη και τον Πρίντεζη. Είναι τιμή μου να παίζω μαζί τους. Είδα τον εαυτό μου να ταιριάζει περισσότερο στον Ολυμπιακό και ένιωσα πως θα με βοηθούσε να βελτιώσω το παιχνίδι μου περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα».
Για έναν άνθρωπο που δεν του αρέσουν οι αλλαγές, η πρώτη μέρα στην… δουλειά είναι πάντα δύσκολη. Ο Νίκολα Μιλουτίνοφ, όμως, στάθηκε τυχερός, καθώς «έπεσε» πάνω στον Γιώργο Πρίντεζη.
«Φυσικά και θυμάμαι την πρώτη μου μέρα! Ήταν ένα τουρνουά στην Κροατία, στο Ζαντάρ. Μόλις είχα φτάσει και αμέσως μπήκα στο δωμάτιο με τον Πρίντεζη. Ήμουν αρκετά φοβισμένος, γιατί τότε ήμουν πολύ νέος και ο Πρίντεζης ήταν ήδη πολύ μεγάλο όνομα. Ήταν ένας παίκτης που θαύμαζα. Επιπλέον, όλα ήταν καινούργια για εμένα και ένιωθα λίγο χαμένος. Δεν ήξερα πως να μιλήσω στον οποιονδήποτε, όχι μόνο σε εκείνον και ένιωθα λίγο άβολα. Όμως, θυμάμαι πως από την πρώτη στιγμή ο Γιώργος με έκανε να νιώσω άνετα. Είναι εκείνος ο τύπος που μπορεί να κάνει παρέα με τους πάντες! Από ένα μικρό παιδί ενός έτους μέχρι έναν άνθρωπο 100 ετών! Με βοήθησε πολύ, όπως και οι άλλοι συμπαίκτες μου, ειδικά οι Έλληνες».
Οι πρώτοι μήνες ήταν εξαιρετικά δύσκολοι για εκείνον. Μάλιστα, υπήρξαν πολλοί που τον αμφισβήτησαν.
«Ξέρω πως υπήρξαν κάποιες αμφιβολίες αρχικά, όμως, υπήρχε λόγος. Ξέρω πως δεν έπαιζα καλά και αυτό είχε να κάνει με το ότι χρειαζόμουν χρόνο να προσαρμοστώ. Ήταν σα να ρίχνεις κάποιον στο άγνωστο. Δεν είχα κανέναν, δεν είχα τους φίλους μου, ήμουν μόνος μου. Ήταν δύσκολο για εμένα να προσαρμοστώ αμέσως. Επιπλέον, το παιχνίδι εδώ ήταν διαφορετικό, σε πολύ υψηλό επίπεδο και όλα αυτά με δυσκόλεψαν. Όμως, όταν κοιτώ πίσω, νιώθω πως ήταν μεγάλη εμπειρία εκείνο το διάστημα και πλέον είμαι χαρούμενος. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Οι δύσκολες στιγμές σε κάνουν πιο δυνατό και σου προσφέρουν εμπειρία για το επόμενο βήμα».
Αν και ένιωθε μόνος, στην πραγματικότητα δεν ήταν. Και αυτό αποδεικνύεται από το πόσοι παραδέχεται πως βρέθηκαν δίπλα του και τον βοήθησαν. «Με βοήθησε πολύ ο Μίλαν Τόμιτς. Είμαστε συμπατριώτες και μιλούσαμε πολύ, οπότε ήταν ένας από τους ανθρώπους που με βοήθησε. Οι Έλληνες παίκτες με βοήθησαν επίσης πάρα πολύ, ειδικά από την στιγμή που ο Κώστας (Παπανικολάου) επέστρεψε στην ομάδα. Είναι απίστευτο παιδί και με τον δικό του τρόπο με έκανε να νιώθω καλύτερα. Με έκανε να νιώσω μέλος της οικογένειας και πάντα θα του είμαι ευγνώμων. Γιατί ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ένιωσα καλύτερα. Φυσικά, όλοι οι προπονητές που συνεργάστηκα με βοήθησαν με τον τρόπο τους. Ο κόουτς Σφαιρόπουλος με έφερε στην ομάδα, οπότε του είμαι ευγνώμων που μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω στο υψηλότερο επίπεδο με τον Ολυμπιακό. Ο κόουτς Μπλατ μου έδωσε ακόμη περισσότερο χρόνο συμμετοχής και είμαι επίσης ευγνώμων σε εκείνον. Και τώρα ο κόουτς Κεμζούρα με βοηθά να εξελίξω κι άλλο το παιχνίδι μου. Νιώθω ευγνωμοσύνη για όλους τους προπονητές μου και εκτιμώ όλα όσα έκαναν για να με βοηθήσουν, ώστε να είμαι ο παίκτης μου είμαι σήμερα».
«Το όνειρο της Ευρωλίγκας»
Συνήθως στην μνήμη των περισσότερων αθλητών ως κορυφαίες στιγμές καταγράφονται οι τίτλοι. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για τον Μιλουτίνοφ.
«Η καλύτερή μου στιγμή ήταν σίγουρα όταν πήγαμε στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας. Ήταν κάτι μοναδικό παρά το γεγονός ότι δεν καταφέραμε να κερδίσουμε τον τελικό. Για εμένα, όμως, αυτή η εμπειρία ήταν ότι πιο ‘μεγάλο’ μου έχει συμβεί και θα το κρατήσω για πάντα στο μυαλό μου».
Ερωτηθείς για την χειρότερή του στιγμή, είπε:
«Οι πρώτοι 4-5 μήνες ήταν πραγματικά δύσκολοι για εμένα. Ήμουν μόνος και δεν θα ήθελα να ξανανιώσω ποτέ όπως ένιωσα τότε. Επιλέγω λοιπόν αυτή τη χρονική περίοδο της προσαρμογής μου, που ήταν και η πρώτη φορά που ζούσα μακριά από τη χώρα μου. Τώρα, όμως, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Πραγματικά απολαμβάνω τη ζωή μου στην Ελλάδα, αγαπώ αυτή την πόλη, αγαπώ αυτή την ομάδα, αγαπώ τους συμπαίκτες μου και τους φίλους που έχω κάνει και εκτός μπάσκετ».
Τα τελευταία δύο χρόνια ο Ολυμπιακός δεν είχε την πορεία που προσδοκούσε και αναλογεί στο βάρος της φανέλας του. Ο ίδιος, ωστόσο, έχει καταφέρει να θεωρείται ένας από τους κορυφαίους σέντερ στην Ευρώπη, αν όχι ο κορυφαίος.
«Είναι αλήθεια πως νιώθω μεγαλύτερη ευθύνη πλέον. Είναι πάντα δύσκολο όταν η ομάδα δεν κάνει την πορεία που θέλεις και περιμένεις. Ειδικά πέρυσι ξεκινήσαμε πολύ καλά, τους πρώτους μήνες παίζαμε εξαιρετικά και μετά ξαφνικά καταρρεύσαμε στο δεύτερο μισό της σεζόν. Ήταν πολύ άσχημο, γιατί αξίζαμε να βρεθούμε στο Top 8. Αλλά έτσι, έγινε, δεν μπορούμε να το αλλάξουμε και πλέον σκέφτομαι μόνο τη φετινή χρονιά. Είναι γεγονός πως φέτος δεν ξεκινήσαμε καλά, όμως, πλέον έχουμε αρχίσει να παίζουμε καλύτερα. Παρότι χάσαμε κάποια παιχνίδια που δεν έπρεπε ή θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει, θεωρώ πως έχουμε βελτιωθεί και έχουμε κάνει βήματα μπροστά. Έχουμε αρχίσει να βρίσκουμε τη χημεία μας και ελπίζω πως θα βελτιωνόμαστε συνεχώς, ώστε σε πρώτη φάση να καταφέρουμε να περάσουμε στους ‘8’. Είμαι πάντα αισιόδοξος. Γενικά στη ζωή μου δεν είμαι αρνητικός. Σκέφτομαι πάντα θετικά και προσπαθώ να βρω κάτι καλό, ακόμη και όταν φαίνεται να πηγαίνουν στραβά. Το όνειρό μου είναι κερδίσουμε την Ευρωλίγκα, αν αυτό είναι δυνατό. Ξέρω πως είναι δύσκολο, πως υπάρχουν πολλές ποιοτικές ομάδες και πως κάθε χρόνο η Ευρωλίγκα γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Αλλά θα ήθελα πραγματικά να κερδίσω τον τίτλο με τον Ολυμπιακό. Θα ήθελα πολύ να γίνει φέτος! Όμως, είμαι προσγειωμένος. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο, θα δούμε. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να κοιτάμε πάντα το επόμενο παιχνίδι και πως θα βελτιωθούμε».
Τον Νοέμβρη του 2017 ο Σέρβος σέντερ υπέγραψε την επέκταση του συμβολαίου του, μια υπογραφή που τον κράτησε και φέτος στο Λιμάνι, παρά τις ισχυρές «σειρήνες» από την Μόσχα.
«Μετά την παρουσία μας στο φάιναλ φορ τη σεζόν 2016-17, ο Ολυμπιακός θέλησε να επεκτείνει τη συνεργασία μας και εγώ ήθελα να μείνω εδώ γιατί ήξερα πως θα βελτίωνα ακόμη περισσότερο το παιχνίδι μου. Θα αποκτούσα περισσότερες εμπειρίες και θα ήταν καλό να παραμείνω σε ένα τέτοιο περιβάλλον που με κάνει να αισθάνομαι καλά. Ειλικρινά χαίρομαι πολύ που το έκανα!».
Το καλοκαίρι που πέρασε η ΤΣΣΚΑ πρόσφερε «χρυσάφι» στους «ερυθρολεύκους» για να τον παραχωρήσουν, όμως, εισέπραξε αρνητική απάντηση. Πολλά ειπώθηκαν και ακόμη περισσότερα γράφτηκαν για αυτή την υπόθεση. Τι λέει, όμως, ο ίδιος;
«Είχα την προσφορά στο τραπέζι. Η διοίκηση αποφάσισε να με κρατήσει, εγώ ήμουν δεσμευμένος βάσει συμβολαίου, οπότε έμεινα. Ξέρω καλά τι υπέγραψα όταν ανανεώσαμε τη συνεργασία μας μετά το φάιναλ φορ. Είμαι επαγγελματίας και όταν υπογράφω κάτι το τιμώ. Αυτό έκανα και αυτή τη στιγμή που μιλάμε είμαι πολύ χαρούμενος στον Ολυμπιακό. Το μόνο που σκέφτομαι είναι η ομάδα μου και τίποτε άλλο!».
«Είμαι ευλογημένος»
Η παρουσία του στο Λιμάνι δεν είχε αντίκτυπο μόνο στον τρόπο παιχνιδιού του, αλλά και στον τρόπο σκέψης του.
«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής όταν υπέγραψα στον Ολυμπιακό το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς και πότε θα πάω στους Σπερς. Πλέον, δεν τρελαίνομαι με την ιδέα του να πάω στο ΝΒΑ. Αν έχω την ευκαιρία να το κάνω, θα πάω. Αλλά αν δεν έχω ρόλο και οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες, δεν θα πάω εκεί απλά για να κάθομαι στον πάγκο. Θέλω να παίζω, αυτό μου αρέσει και δεν υπάρχει περίπτωση να πάω εκεί απλά για να κάθομαι».
Τι σημαίνει, λοιπόν, ο Ολυμπιακός για τον Μιλουτίνοφ;
«Πολλά! Είναι η ομάδα που με βοήθησε να εξελιχθώ ως παίκτης. Είναι η ομάδα που γνώρισα τόσους καλούς ανθρώπους και έκανα φίλους ζωής, στους οποίους μπορώ να βασίζομαι. Μάλιστα, ένας από αυτούς είναι ο Σάσα Βεζένκοφ! Είναι ο κολλητός μου. Δεν περνάμε ατελείωτες ώρες μόνο στην προπόνηση, αλλά και εκτός παρκέ. Κάνουμε σχεδόν τα πάντα μαζί. Είναι σαν αδερφός μου! Γενικά είμαι ευλογημένος που βρίσκομαι εδώ! Όταν τελειώσω την καριέρα μου θα έχω να λέω στους ανθρώπους πως κατάφερα να παίξω με τον Σπανούλη, τον Πρίντεζη και τον Παπανικολάου! Είμαι ευλογημένος!».
«Ο Μίλου εκτός παρκέ»
Εκείνος και οι φίλαθλοι:
«Αν ζητήσουν μια Φωτογραφία ή οτιδήποτε άλλο, πάντα προσπαθώ να τους κάνω χαρούμενους. Και αυτό γιατί είναι εκείνοι που βρίσκονται στο πλευρό μας, μας στηρίζουν και η στήριξή τους σημαίνει πολλά όχι μόνο για την ομάδα, αλλά και για εμένα προσωπικά. Ποτέ δεν βρέθηκα σε κάποια άσχημη κατάσταση, ούτε με φιλάθλους αντίπαλων ομάδων».
Νίκολα ή πιο σωστά ο Νικόλας!
«Αγαπώ σχεδόν τα πάντα στην Ελλάδα! Τον καιρό, το φαγητό, την πόλη, τα νησιά… Όλα! Δεν υπάρχει κάτι που να μην μου αρέσει».
Στον ελεύθερό του
χρόνο…
«Παίζω τένις. Ξέρω πως δεν είμαι καλός, αλλά μου αρέσει να παίζω. Μου αρέσει να παίζω play station με τους φίλους μου. Είμαι καλός στο FIFA. Υπάρχει επίσης ένα ακόμη παιχνίδι, που είναι το αγαπημένο μου. Αναφέρομαι στο football manager, όμως, μου προκαλεί στρες και για αυτό και μετά από μερικές εβδομάδες το σταματάω!».
Το μεγαλύτερό του μη μπασκετικό όνειρο, είναι κατά βάση μπασκετικό!
«Αυτή τη στιγμή η ζωή μου είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το μπάσκετ. Οπότε όλα έχουν να κάνουν με αυτό και την οικογένειά μου. Στόχος μου λοιπόν είναι να πετύχω όσα περισσότερα μπορώ και να περνάω όσο περισσότερο χρόνο γίνεται με την οικογένειά μου».
Είσαι στο μυαλό κάτι μαγικό
όπου πας εσύ πάντα θα μαι εγώ
να σου τραγουδώ
Θρύλε ολέ, ολέ, Θρύλε ολέ, ολέ...